-
1 περιεχομένα
περϊεχομένᾱ, περιέχωencompass: pres part mp fem nom /voc /acc dualπερϊεχομένᾱ, περιέχωencompass: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)——————περϊεχομένᾱͅ, περιέχωencompass: pres part mp fem dat sg (doric aeolic) -
2 περιεχόμενα
περϊεχόμενα, περιέχωencompass: pres part mp neut nom /voc /acc pl -
3 περιεχομένᾳ
Βλ. λ. περιεχομένα -
4 περιεχομένας
περϊεχομένᾱς, περιέχωencompass: pres part mp fem acc plπερϊεχομένᾱς, περιέχωencompass: pres part mp fem gen sg (doric aeolic) -
5 περιεχομέναν
περϊεχομένᾱν, περιέχωencompass: pres part mp fem acc sg (doric aeolic) -
6 περιέχω
περιέχω, also [suff] περιεργ-ίσχω, Th.5.71; [dialect] Aeol. [full] περρέχω Sapph.Supp.25.9, Theoc.30.3: [tense] fut. περιέξω (andAπερισχήσω Th.5.7
): [tense] aor. περιέσχον, inf. περισχεῖν: [tense] aor. [voice] Med. περιεσχόμην, inf. περισχέσθαι :—encompass, embrace, surround, κυκλόθεν ὁδὸς π. [τὸ χωρίον] Lys.7.28;ἡ περιέχουσα [πέλαγος] γῆ Pl.Ti. 25a
, cf. Arist.Mete. 354a6;γραμμαὶ περιέχουσαι τὸ χωρίον Pl.Men. 85a
, cf.Arist.Mech. 851a14;ἡ περιέχουσα [ἶρις] Id.Mete. 375a31
;τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον IG42(1).122.21
(Epid.); τὸ περιέχον the envelope of a seed, Thphr.HP1.11.1.b esp. of that which encompasses the earth or the universe, τὸν κόσμον πνεῦμα καὶ ἀὴρ π. Anaxim.2;ὁ περὶ χθόν' ἔχων αἰθήρ E.Fr. 919
(s.v.l.), cf. Thphr.CP3.17.4; , cf. 33b; τὸ περιέχον the environment, Epicur.Nat.79 G.,al., Plot.2.3.14;τὸ περιέχον ἡμᾶς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῦμεν οὐρανόν Str. 16.2.35
; ὁ περιέχων ἀήρ ἠήρ) Hp. Lex 3, Arist. Mete. 379a28, D.H.3.47, Plu.2.333f, etc.; ὁ περιέχων alone, Id.Cor.38; but usu. τὸ περιέχον, Anaxag.2, Arist.Juv. 468a3, Ptol.Phas.p.10 H., S.E.M.8.286; τὸ ἄπειρον καὶ τὸ π. Arist.GC 332a25, cf. Ph. 253a13, 259b11;φαμὲν τὸ μὲν π. τοῦ εἴδους εἶναι, τὸ δὲ περιεχόμενον τῆς ὕλης Id.Cael. 312a12
, cf. Ph. 211b12.c τὸ π. the atmosphere, Plb.1.37.9, D.S.4.38, etc.; δυσκρασίαι τοῦ π. Plu.Alex.58.2 embrace, τινὰ ταῖς χερσίν Id Ant. 79, cf. Alex.51, Philostr.VS2.5.3;πατρὸς περὶ ἔχοντος Simon. 115.1
.3 surround so as to guard, Plu.Caes.16, etc.:—but, [voice] Pass., to be shut in, beleaguered, Hdt.8.10; ὑπὸ τῶν πολεμίων κύκλῳ ib.79; πανταχόθεν ib.80, cf. X.Cyr.7.1.24 : metaph., to be hard pressed, Men. Epit. 289;περισχομένη κακότητι A.R.3.95
.4 embrace, comprise, comprehend, Pl.Men. 87d, etc.;πλείω γένη Arist.Pol. 1285a2
;περιέχεται ὑπὸ τοῦ ὅλου τὰ πάντα Pl.Prm. 145c
; contain,βίβλος π. τὰς πράξεις D.S.2.1
;λόγος π. ἐγκώμιον Men.660
; of a letter, J.AJ12.4.11: impers., περιέχει ἐν γραφῇ, folld. by a quotation, 1 Ep.Pet.2.6; καθὼς ἡ ὠνὴ π. as is contained in the deed of sale, Supp.Epigr.3.421.33 ([dialect] Locr., ii A.D.).b in Logic, τὸ περιέχον universal, opp. τὰ περιεχόμενα, the individuals or particulars, Arist.Metaph. 1023b27, cf. APr. 43b23; ὀνόματα περιέχοντα generic terms, Id.Rh. 1407a31; καλοῦσι δ' αὐτοὺς πλάτακας ἀπὸ τοῦ περιέχοντος from the generic name, Ath.7.309a.5 Math., ὁ ὑπὸ δύο ἀριθμῶν περιεχόμενος [ἀριθμός] the product of two numbers, Euc.7 Def.19; but π. ἑαυτόν, of a number of which a higher power terminates in the same digit, Theol.Ar.33.6 τὸν ἔλεγχον π. to be involved in, open to criticism, Phld.Rh.1.49 S.II surpass, excel, πάντα περρέχοισ' ἄστρα, of the moon, Sapph. Supp.25.9; overcome, gain the victory or advantage, Th.5.7,8.105.III [voice] Med., hold one's hands round or over another: hence, protect, defend, c. gen. pers., περίσχεο ([dialect] Ion. imper. [tense] aor. 2 [voice] Med.)παιδὸς ἐῆος Il.1.393
: c. acc.,οὕνεκά μιν περισχόμεθα Od.9.199
.2 hold fast by, cling to, c. gen.,γούνων περισχομένη A.R.4.82
(but c. acc.,περίσχετο γούνατα χερσίν Id.3.706
);περιίσχετο κούρης Mosch.2.11
: hence, cleave to, be fond of a person or thing, , cf. 3.53, 5.40, 7.39, 160, etc.; τὠυτοῦ περιεχόμεθα we are compassing, aiming at the same end, Id.3.72, cf. Plu.Them.9; κρίσιν.. ἧς μᾶλλον περιέχομαι on which I place more reliance, Alciphr.2.4.3 rarely c. inf., περιείχετο.. μένοντας μὴ ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν clung to his resolution that they should stay and not leave their post, Hdt.9.57.IV [dialect] Aeol. περρέχω, = ὑπερέχω, ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις, i.e. every inch of his stature is grace, Theoc.30.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιέχω
См. также в других словарях:
περιεχομένα — περϊεχομένᾱ , περιέχω encompass pres part mp fem nom/voc/acc dual περϊεχομένᾱ , περιέχω encompass pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεχομένᾳ — περϊεχομένᾱͅ , περιέχω encompass pres part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεχόμενα — περϊεχόμενα , περιέχω encompass pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεχομένας — περϊεχομένᾱς , περιέχω encompass pres part mp fem acc pl περϊεχομένᾱς , περιέχω encompass pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεχομέναν — περϊεχομένᾱν , περιέχω encompass pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ασυνείδητο — Ο όρος α. ως επίθετο χαρακτηρίζει ένα ψυχικό περιεχόμενο του οποίου δεν έχουμε συναίσθηση· ως ουσιαστικό υποδηλώνει ένα μέρος του ψυχικού μηχανισμού, που βρίσκεται έξω από τη συνείδηση. Οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας (Σωκράτης, Πλάτων: μύθος του… … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
συνειρμός παραστάσεων — Έκφραση που χρησιμοποιούν οι ψυχολόγοι για να χαρακτηρίσουν τη λειτουργία εκείνη μέσω της οποίας μερικά ψυχικά περιεχόμενα –ή παραστάσεις αντικειμένων, ιδεών, συναισθημάτων– ανακαλούν το ένα το άλλο στη συνείδηση σύμφωνα με ειδικές συνδέσεις… … Dictionary of Greek
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek